протянуть - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

протянуть - translation to πορτογαλικά


протянуть      
tender , estender ; (телефон, дорогу и т.п.) instalar , estender , construir ; (вытянуть) estender ; {тех.} passar pela fieira ; (протащить) arrastar ; (заставить протяжно звучать) fazer soar longamente (de um modo arrastado) ; (задержать) protelar , prorrogar ; (растянуть) dilatar ; (прожить) subsistir ; {перен.} (подвергнуть критике) criticar
esticar a canela, esticar o pernil      
протянуть ноги
estender a mão      
протянуть руку

Ορισμός

протянуть
сов. перех. и неперех. разг.
1) неперех. Просуществовать, пробыть живым в течение какого-л. времени (обычно о больном).
2) см. также протягивать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για протянуть
1. Протянуть безопасную дорогу до февраля невозможно.
2. Витебская, чтобы протянуть время, без умолку говорила.
3. Самолюбие не позволяло Эберто встать, протянуть руку.
4. Спешите укрепить Россию, протянуть руку помощи нуждающимся.
5. Но руку стратегической дружбы Европе протянуть надо.